συνεισελαύνω

συνεισελαύνω
ΜΑ
μσν.
(μτβ.) οδηγώ μέσα, εισελαύνω* κάποιον μαζί με κάποιον άλλον («συνεισελαύνει τοὺς γυρευτὰς εἰς μέσον», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
(αμτβ.) εισέρχομαι συγχρόνως («συνεισελάσαι πάλιν εἰς τὸ στρατόπεδον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εἰσελαύνω «οδηγώ, εισβάλλω, εισέρχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνεισελαύνοντα — συνεισελαύ̱νοντα , συνεισελαύνω enter along with pres part act neut nom/voc/acc pl συνεισελαύ̱νοντα , συνεισελαύνω enter along with pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισελαύνειν — συνεισελαύ̱νειν , συνεισελαύνω enter along with pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”